αναθέρμανση

αναθέρμανση
η (Α ἀναθέρμανσις) [ἀναθερμαίνω]
η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα
νεοελλ.
ανάκτηση ζωτικότητας, αναζωογόνηση, τόνωση «αναθέρμανση της οικονομίας», «αναθέρμανση σχέσεων» κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναθέρμανση — η 1. ξαναζέσταμα: Σημειώθηκε πρόσφατα μια αναθέρμανση στις σχέσεις τους. 2. αναζωπύρηση: Υπάρχει κίνδυνος να έχουμε αναθέρμανση του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις υπερδυνάμεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθερμαντήρας — ή αεροθερμαντήρας, ο τεχνολ. συσκευή που χρησιμεύει για την αναθέρμανση των ατμών τού νερού τών λεβήτων μετά την εκτόνωσή τους στους ατμοστρόβιλους ή την αναθέρμανση τών αερίων τών αεριοστροβίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναθερμαν τού ρ. αναθερμαίνω +… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αναθερμαίνω — (Α ἀναθερμαίνω) θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω νεοελλ. αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + θερμαίνω. ΠΑΡ. αναθέρμανση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • αναπυράκτωση — η η εκ νέου πυράκτωση, αναθέρμανση, ξαναζέσταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπυρακτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • αναρρίπιση — η αναθέρμανση, αναζωπύρηση …   Dictionary of Greek

  • κούπερ — το τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για την ανάκτηση τής θερμότητας τών αερίων που εξέρχονται από τις υψικαμίνους και για την αναθέρμανση τού αέρα που εισέρχεται στους αεραγωγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταπύρωσις — μεταπύρωσις, ἡ (Α) αναθέρμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πύρωσις, μέσω ενός αμάρτυρου *μεταπυρῶ] …   Dictionary of Greek

  • ξαναζέσταμα — το η αναθέρμανση …   Dictionary of Greek

  • ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”